Πρόλογος του Συγγραφεά Γιάννη Καρατζόγλου
Τύχη αγαθή, έφερε τα βήματά μου τον Ιανουάριο του 2015 στο Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο Θεσσαλονίκης, για να ζητήσω την άδεια της Διοίκησής του για εντρύφηση στα Αρχεία του, μια πράξη που αποδείχτηκε αυτεπίστροφη, καθώς, αρκούντως απροσδόκητα, σε αντιστάθμισμα της αποκοτιάς μου, μού προτάθηκε ο ρόλος της συγγραφής του παρόντος Λευκώματος, που με δέος αποδέχθηκα.
Έκτοτε βούτηξα στα βαθιά -συχνά ταραγμένα- νερά πολλών χιλιάδων σελίδων Πρακτικών Διοι- κητικού Συμβουλίου, Διοικητικής Επιτροπής, διαφόρων ad hoc Επιτροπών, εγγράφων εισερχο- μένης και εξερχομένης αλληλογραφίας, ανακοινώσεων στο Δελτίο του Επιμελητηρίου, αλλά και των εκδόσεων του. Παράλληλα ανέτρεξα και σε Αρχεία πρώην Προέδρων του, βιβλία τρίτων για το Επιμελητήριο ή για γεγονότα που το απασχόλησαν, Δελτία Τύπου, εφημερίδες της εποχής, αρθογραφία για το ΕΒΕΘ και την Θεσσαλονίκη, σχετικές διατριβές κλπ.
Και μέσα από τις χιλιάδες αυτές σελίδες, ουσιαστικά περνούσε μπροστά μου ένα «τώρα» του «τότε», εκατό χρόνια ιστορίας αυτής της πόλης και των ανθρώπων της, εκατό χρόνια ελληνικής αλλά και διεθνούς ιστορίας. Μιας ιστορίας που ξεκινούσε από τους ντονμέ1 ηγήτορες του ΕΒΕΘ σε μια πολύ-πολιτισμική πόλη, πέρναγε στα εβραϊκά επιχειρηματικά μεγαθήρια κατόπιν, για να εξελληνιστεί βαθμιαία και να περάσει στα χέρια κορυφαίων χριστιανών εμπόρων, και να φτάσει μέχρι τις μέρες μας σε στιβαρές ηγεσίες και εξέχοντες οδηγητές του. Εκατό χρόνια σε μια πόλη που διαρκώς αναζητούσε τη θέση και τη φυσιογνωμία της στη βαλκανική γειτονιά μας αλλά και τον μητροπολιτικό της ρόλο στο φαινόμενο της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας της σύγχρονης πραγματικότητας των τελευταίων ετών, διατηρώντας έναν συνεχώς διεκδικητικό λόγο για την υπεράσπιση του κόσμου της, της φυσιογνωμίας της και της οικονομικής της ανόρθωσης.
Ο γράφων έχει το πλεονέκτημα (και μειονέκτημα, ενίοτε) να έχει διατελέσει στέλεχος μεγάλων βιομηχανικών επιχειρήσεων της πόλης τα τελευταία 40 χρόνια, έχοντας βιώσει τη «χρυσή εποχή» της εκβιομηχάνισης της Θεσσαλονίκης αλλά και τη διάψευση των προσδοκιών για μετατροπή της σε «Μιλάνο της Νοτιοανατολικής Ευρώπης» και άλλα ηχηρά παρόμοια, στη διαδρομή για τη μεταλλαγή της σε μια πόλη υπηρεσιών. Έτσι, το πλεονέκτημα καταλήγει σε μειονέκτημα, αφού συχνά επιτρέπει τη διολίσθηση από τον ρόλο του ψυχρού επιστημονικά ιστορικού μελετητή στο να συνέχεται με πρόσωπα, γεγονότα και καταστάσεις προσφιλή και οικεία, με αποτέλεσμα την μερική ενδεχομένως απώλεια σε αντικειμενικότητα η οποία όμως παραπέμπει στην ωφέλεια της πιο ανθρώπινης θέασης των γεγονότων.
Πέραν αυτού, το δυσκολότερο, ίσως ζήτημα με το οποίο αναγκάστηκε να αναμετρηθεί ο γράφων υπήρξε η αξιολόγηση των θεμάτων ανάμεσα από τις χιλιάδες σελίδες του διαθεσίμου υλικού, που απηχεί την πολυδύναμη δραστηριότητα του Επιμελητηρίου κάθε χρονική περίοδο, και να συμπεριλάβει στις διαθέσιμες σελίδες του παρόντος Λευκώματος τα πιο καίρια, τα πιο σημαντικά, εκείνα που σφράγισαν έντονα την εκατονταετή διαδρομή του στην πόλη. Από πλευράς μεθοδολογίας ακολουθήθηκε η καταγραφή δραστηριοτήτων με βάση, κατά κύριο λόγο, τα πρακτικά του Διοικητικού Συμβουλίου και της Διοικητικής Επιτροπής χρησιμοποιώντας ως μέθοδο παρουσίασης του υλικού την περιοδολόγηση, που αποτελεί ερευνητική τακτική φιλική στον αναγνώστη ώστε να γίνει εναργέστερος ο χαρακτήρας της σειράς των γεγονότων της εκατονταετίας σε συνάρτηση με τα τεκταινόμενα στις αίθουσες του Επιμελητηρίου. Και βέβαια, η επιλογή αυτή εδράζεται στη συνάφεια Ιστορίας (εθνικής και τοπικής) και επιμελητηριακής δράσης.
Το ανά χείρας Λεύκωμα παραδίδω σήμερα στην επιχειρηματική κοινότητα με την πίστη ότι οι επιλογές μου αναφορικά με τα κείμενα που παρουσιάζονται απηχούν με τη μεγαλύτερη δυνατή τελεσφόρηση τη δραστηριότητα του ΕΒΕΘ στην εκατονταετία που πέρασε και αποκαλύπτουν τις λεπτομέρειες της διαδρομής ενός ολόκληρου αιώνα, από εμπορική και βιομηχανική σκοπιά. Και άλλωστε, οφείλω δημοσίως να παραδεχτώ ότι η έκδοση αυτή συνοψίζει αυτούσια το μόχθο και τις αγωνίες των ανθρώπων του, των Προέδρων και των μελών των Διοικητικών Συμβουλίων και των υπηρεσιακών στελεχών του, που με τον λόγο και την επιμονη δράση τους υπεράσπισαν την ύπαρξη του όλα αυτά τα χρόνια με τον καλύτερο τρόπο και να ομολογήσω πως ο ίδιος αποτέλεσα απλώς έναν συμπλεκτικό σύνδεσμο στιγμών, οραμάτων, επιμονών και αποφάσεων.
Ιδιαίτερα ευχαριστώ τον κ. Νίκο Δημητρακόπουλο, γιο του πρώην Προέδρου Μυρώδη Δημητρακόπουλου, τον κ. Αλέξανδρο Κράλλη, εγγονό του πρώην Προέδρου Αλεξάνδρου Κράλλη και τον συγγενή του Αλεξάνδρου Λέτσα κ. Χρυσόστομο Λέτσα για την πρόσβαση που μου παρείχαν στα Αρχεία των προγόνων τους. Επίσης ευχαριστώ τους ακάματους συλλέκτες της πόλης Γιάννη Μέγα, Χρήστο Καββαδά, Βύρωνα Μήτου, Δημήτρη Τακά, Νίκο Τόλη καθώς και τις κυρίες και κυρίους Βέρα Μπένη, Θώμη Βέρρου, Μαρία Πία-Στεργίου, Ρίκα Μπενβενίστε, Βίλμα Χαστάογλου-Μαρτινίδη, Τζένη Γκουντουλάκη, Χριστίνα Μπουσγολίτη, Καίτη Μπακατσέλου, Νικόλαο Ταχιάο, Γιώργο Κωνσταντινίδη, Αλέξανδρο Δάγκα, Χρήστο Κουλουκούρη, Αντώνη Τσούκα, Κωνσταντίνο Χατζηγρηγορίου, Γεώργιο Καρατζά, Θεόδωρο Αξυλιθιώτη, Barry Κapandji και Isabella Fulvia Morpurgo για το υλικό που είχαν την καλοσύνη να εισφέρουν.
Οφείλω τέλος να εκφράσω τις ευχαριστίες μου στον Πρόεδρο Δημήτριο Μπακατσέλο, τον Αντιπρόεδρο Εμμανουήλ Βλαχογιάννη και τα μέλη της Διοικητικής Επιτροπής για την εμπιστοσύνη τους, τον Αναπληρωτή Γενικό Διευθυντή Παναγιώτη Πολιτίδη και τη Διευθύντρια Στατιστικής, Μελετών και Έρευνας, Λίλα Φωτιάδου και τους Θεόδωρο Αξυλιθιώτη και Άννα Μπένη για τη βοήθεια τους στο έργο, και όλο το προσωπικό του ΕΒΕΘ για την υπομονή του και την βοήθεια που μου προσέφερε καθ’ όλη τη διάρκεια αυτού του πολύπλαγκτου ταξιδιού μου.
Γιάννης Καρατζόγλου